τριφανής

τριφανής
(I)
-ές, Α
αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* -φανής (< φαίνω), πρβλ. δια-φανής].
————————
(II)
ο, Ν
(ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σποδούμενο — το Ν (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού λιθίου που ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων με ποικιλίες, κυριότερες από τις οποίες είναι ο αδενίτης και ο κουνζίτης, αλλ. τριφανής ή σποδοειδής ή σποδόχρουν …   Dictionary of Greek

  • σποδόχρουν — Ορυκτό της ομάδας των πυρο ξένων, του οποίου ο χημικός τύπος είναι LiAl Si2O2 Λέγεται και τριφανής. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, έχει σκληρότητα 6,5 7, ειδικό βάρος 3,1 3,2 και λάμψη γυάλινη. Εμφανίζεται σε διάφορες αποχρώσεις και… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”